- ακοίμητος
- -η, -ο (AM ἀκοίμητος, -ον) (ΑΝ)1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος(μσν.-νεοελλ. μτφ.)1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστοςνεοελλ.αυτός που επαγρυπνεί, που επιβλέπει αδιάκοπα, άγρυπνοςμσν.ως ουσ. οι Ακοίμητοιμοναχοί ομώνυμης μονής τής Κωνσταντινουπόλεως (βλ. Ακοιμήτων Μονή).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ-στερητ. + κοιμῶμαι (-ᾶμαι).ΠΑΡ. νεοελλ. ακοιμησία].
Dictionary of Greek. 2013.